-
1 χωρεω
1) отходить, отступать, уходить Hom., Trag., Thuc.χ. τινος и ἀπό τινος Hom. и ἔκ τινος Aesch. — отступать от чего-л.;
ἀπὸ ὑσμίνης χωρῆσαι Hom. — выйти из боя;χ. ἔξω δωμάτων Aesch. — уходить из храма2) идти, продвигаться, направляться(ἐπί τινα и ἐπί τι Pind., Xen., πρός τινα и πρός τι Soph., Eur., Thuc., παρά и ὥς τινα Luc.)
χ. ἐς δαῖτα Eur. — отправляться на пир;χ. εἰς (τὰ) ὅπλα Eur., Plut. — браться за оружие;χ. κύκλον Arph. — водить хоровод;Κεκροπίαν χθόνα χ. Eur. — отправляться в Кекропов край, т.е. в Аттику;χ. κατὰ τέν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτόν Xen. — направиться по проезжей дороге на Пирей;χ. πρός τινα Eur. — устремляться на кого-л.;χ. πρὸς ἔργον Eur. — приступать к делу, но ἀγὼν χωρεῖ πρὸς ἔργον Arph. начинается борьба;διὰ φόνου χ. Eur. — убивать друг друга;ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει Xen. — вода проникла во рвы;ποταμῶν παγαὴ χωροῦσι Eur. — реки текут;νὺξ ἐχώρει Aesch. — ночь уходила;οἱ τόκοι χωροῦσιν Arph. — проценты идут, т.е. все нарастают;ἐνθεῦτεν μὲν ἥ φάτις αὕτη κεχώρηκε Her. — отсюда-то и пошел этот слух;διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκώς Plut. — получивший всеобщую известность3) принимать (тот или иной) оборот, удаваться(χωρεῖ τὸ πρᾶγμα Arph.)
οὐ χωρεῖ τοὔργον Arph. — дело не двигается;χωρήσαντος Her. — когда ему (это) удалось;παρὰ σμικρὰ κεχωρηκέναι Her. — окончиться пустяками, оказаться безрезультатным4) содержать (в себе), вмещать(ἀμφορέας ἑξακοσίους Her.; δύο χοίνικας Xen.; δύο μεδίμνους Luc.; οὐκ ἐχώρησε ξυνελθόντας ἥ πόλις Thuc.)
ὅταν μηκέτι χωρῇ ταῖς μελίτταις impers. Arst. — когда пчелам не хватает уже места5) перен. вмещать, постигать, понимать(φρόνημά τινος Plut.)
ὅ δυνάμενος χ. χωρείτω NT. — могущий вместить да вместит -
2 Μανδροβουλος
ὅ Мандробул (скупец, который, найдя на о-ве Самос клад, принес в жертву Гере золотого барана, в следующем году - серебряного, а еще через год - медного)ἐπὴ Μανδροβούλου χωρεῖ τὸ πρᾶγμα погов. Luc. — дело идет как у Мандробула, т.е. все хуже и хуже
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
ԳՈՐԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0573 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ἕργον (լծ. հյ. երկ). ἑργασία (լծ. արգասիք), ἑργατεία (ուստի թ. ըրղադլըգ ). opus (operis), operatio, factum, actus, actio,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)